The verb "Have got"

Το ρήμα "have got" είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ρήματα στην Αγγλική Γλώσσα και σημαίνει ''έχω". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι μας ανήκει, δηλαδή ότι είναι δικό μας. Στο γ΄ενικό πρόσωπο (he, she,it) γίνεται has got. Στην άρνηση χρησιμοποιούμε τον σύντομο τύπο haven't got και hasn't got. Στην ερώτηση αντιστρέφουμε το ρήμα με την προσωπική αντωνυμία και γίνεται πχ. ''Have I got?" και 'Has he got?".
πχ. I have got a car. (έχω ένα αυτοκίνητο)
πχ. She has got a doll.



 Στα παρακάτω links θα βρείτε μερικές ασκησούλες για επιπλέον εξάσκηση.
Describing animals
Put have got or has got